Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



μάρμαρον, τό


Ερμηνεία:

[κομάτι πέτρας ποικίλου μεγέθους και χρώματος και ειδικής σύστασης, το οποίο χρησιμοποιείται στην οικοδομική και ως πρώτη ύλη των γλυπτών  για την κατασκευή αγαλμάτων ή άλλων καλλιτεχνημάτων. Διάσημο ήταν στην αρχαιότητα το πεντελικό λευκό μάρμαρο]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) ο μάρμαρος (στιλπνός, ακτινοβόλος) < το μάρμαρον (μεγάλη μαρμαρόπετρα) < μαρμαίρω (λάμπω, αστράφτω, λαμποκοπώ), Καινή Διαθήκη 1 φορά]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

…Καὶ τὸ Βασιλόπουλο ηὗρε τὴν νύμφην τῶν ὀνείρων του, πλασμένην ἀπὸ χιόνι, ὅπως ὁ Πυγμαλίων τὴν ηὗρεν ἀπὸ μάρμαρον….[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: